- βωμολοχία
- ηαισχρολογία, χυδαία βρισιά, βλαστήμια: Στους δημόσιους χώρους απαγορεύονται οι βωμολοχίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βωμολοχία — βωμολοχίᾱ , βωμολοχία mendicancy fem nom/voc/acc dual βωμολοχίᾱ , βωμολοχία mendicancy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολοχίᾳ — βωμολοχίαι , βωμολοχία mendicancy fem nom/voc pl βωμολοχίᾱͅ , βωμολοχία mendicancy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολοχία — η (Α βωμολοχία) [βωμόλόχος] 1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία 2. χυδαία βρισιά αρχ. το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας … Dictionary of Greek
βωμολοχίας — βωμολοχίᾱς , βωμολοχία mendicancy fem acc pl βωμολοχίᾱς , βωμολοχία mendicancy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολοχίαι — βωμολοχία mendicancy fem nom/voc pl βωμολοχίᾱͅ , βωμολοχία mendicancy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολοχίαν — βωμολοχίᾱν , βωμολοχία mendicancy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολοχίαις — βωμολοχία mendicancy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
αισχρολογία — η (Α αἰσχρολογία) [αἰσχρολόγος] το να χρησιμοποιεί κανείς αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, βωμολοχία, χυδαιολογία αρχ. 1. αισχρός, άσχημος λόγος 2. βρισιά, λοιδορία … Dictionary of Greek
βωμολοχικός — βωμολοχικός, ή, όν (Α) [βωμολόχος] αυτός που έχει κλίση προς τη βωμολοχία … Dictionary of Greek